- ακράτητος
- -η, -οασυγκράτητος, βίαιος: Όταν θύμωνε ήταν ακράτητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκράτητος — unsubdued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτητος — η, ο (Α ἀκράτητος, ον) [κρατῶ] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί 2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός 3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος αρχ. μσν. 1. ο άπιαστος, ο αναφής* 2. ο αήττητος … Dictionary of Greek
ἀκρατήτως — ἀκράτητος unsubdued adverbial ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητον — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc sg ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτου — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτους — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτων — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen pl ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτῳ — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητα — ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητοι — ἀκράτητος unsubdued masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)